klepht

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

klepht (en)

  • κλέφτης (στην εποχή της Τουρκοκρατίας)