heatwave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
heatwave | heatwaves |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]heatwave (en)
- ο καύσωνας, περίοδος υπερβολικής ζέστης
- ⮡ When will the heatwave end?
- Πότε θα τελειώσει ο καύσωνας;
- ⮡ A heatwave has set in.
- Κύμα καύσωνα έχει ενσκήψει.
- ⮡ When will the heatwave end?