good

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡʊd/

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός good
συγκριτικός better
υπερθετικός best

good (en)

  1. καλός, καλή ποιότητα ή υψηλό επίπεδο
    ⮡  good food/wine - καλό φαγητό/κρασί
    ⮡  a good house - καλό σπίτι
    ⮡  The hotel is good, it has good service.
    Το ξενοδοχείο είναι καλό, έχει καλή εξυπηρέτηση.
    ⮡  She has been a good wife to him.
    Του στάθηκε καλή σύζυγος.
    ⮡  The car didn’t turn out to be a good one.
    Το αυτοκίνητο δε βγήκε καλό.
    ⮡  She goes to a good school.
    Πηγαίνει σε καλό σχολείο.
    ⮡  He has a good education.
    Έχει καλή μόρφωση.
    ⮡  I read a good book.
    Διάβασα ένα καλό βιβλίο.
    ⮡  His French is really good.
    Τα γαλλικά του είναι πολύ καλά.
  2. καλός, ευχάριστος, ωραίος, που με ευχαριστεί ή που θέλω
    ⮡  We had a good trip.
    Κάναμε καλό ταξίδι.
    ⮡  The weather is good.
    Ο καιρος είναι καλός.
    ⮡  a good smell - καλή μυρωδιά
    ⮡  I am not in a good mood today.
    Σήμερα δεν έχω καλή διάθεση.
    ⮡  Did you have a good time at the party?
    Περάσατε καλά στο πάρτι;
    ⮡  We had a good evening.
    Περάσαμε μια ευχάριστη βραδιά.
    ⮡  What a good surprise!
    Τι ευχάριστη έκπληξη!
    ⮡  It’s good to be home again.
    Είναι ωραία να ξαναβρίσκομαι σπίτι μου.
    ⮡  It’s too good to be true!
    Είναι πολύ ωραίο για να είναι αληθινό!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pleasant
  3. καλός, που είναι λογικό ή υποστηρίζει σθεναρά αυτό που συζητείται
    ⮡  He has some good points.
    Έχει μερικά καλά σημεία.
    ⮡  I found a good excuse.
    Βρήκα καλή δικαιολογία.
    ⮡  This will give you a good idea of life in Greece.
    Αυτό θα σου δώσει μια καλή ιδέα για τη ζωή στην Ελλάδα.
  4. καλός, που δείχνει επιδοκιμασία ή σεβασμό
    ⮡  a woman of a good family - γυναίκα καλής οικογένειας
    ⮡  I have a good opinion of them.
    Έχω καλή γνώμη για αυτούς.
    ⮡  He has a good reputation.
    Έχει καλή φήμη.
    ⮡  His new book got very good reviews.
    Το καινούριο του βιβλίο πήρε πολύ καλές κριτικές.
  5. καλός, που έχει την ικανότητα να κάνει κάτι καλά
    ⮡  He is a good scientist/technician/author/actor.
    Είναι καλός επιστήμονας/τεχνίτης/συγγραφέας/ηθοποιός.
    ⮡  She is a good student.
    Είναι καλή μαθήτρια.
    ⮡  He is good at math.
    Είναι καλός στα μαθηματικά.
    ⮡  She would be a good teacher/politician.
    Είναι καλή για δασκάλα/για πολιτικός.
  6. καλός, που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάτι ή να αντιμετωπίσει καλά τους ανθρώπους
    ⮡  He is good with languages.
    Είναι καλός στις γλώσσες.
  7. καλός, που είναι ηθικά σωστό· που ακολουθεί αυστηρά ένα σύνολο κανόνων ή αρχών
    ⮡  He is a good Christian.
    Είναι καλός χριστιανός.
  8. καλός, ευγενικός, που έχει καλοσύνη, που βοηθάει και υποστηρίζει όλους όσοι έχουν ανάγκη
    ⮡  He was a good man and stood by me.
    Βρέθηκε ένας καλός άνθρωπος και μου συμπαραστάθηκε.
    ⮡  I have very good colleagues/friends.
    Έχω πολύ καλούς συναδέλφους/φίλους.
    ⮡  He has a good heart/soul.
    Έχει καλή καρδιά/ψυχή.
    ⮡  You are very good to me.
    Είστε πολύ καλός μαζί μου.
    ⮡  It was good of him to help them.
    Ήταν ευγενικό από μέρους του να τους βοηθήσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη thoughtful
  9. καλός, για ένα παιδί ή ζώο που συμπεριφέρεται καλά
    ⮡  Be a good kid.
    Να είσαι καλό παιδί.
  10. καλός, που είναι υγιές ή δυνατό
    ⮡  She has good hearing.
    Έχει καλή ακοή.
    ⮡  You have a good sense of smell.
    Έχεις καλή όσφρηση.
    ⮡  He has a good nose./He has good eyes.
    Έχει καλή μύτη./Έχει καλά μάτια.
    ⮡  I am in good health.
    Είμαι καλά στην υγεία μου.
    ⮡  good health - καλή υγεία
    ⮡  a good, strong heart - καλή, γερή καρδιά
  11. καλός, που έχει μια χρήσιμη ή βοηθητική επίδραση σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  Milk is good for children.
    Το γάλα κάνει καλό στα παιδιά.
    ⮡  Exercise is good for one’s health.
    Η γυμναστική κάνει καλό στην υγεία.
    ⮡  This is good for your health.
    Αυτό είναι καλό για την υγεία σου./Σου κάνει καλό στην υγεία.
  12. καλός, κατάλληλος
    ⮡  good lighting - καλός φωτισμός
    ⮡  Spring is a good time for excursions.
    Η άνοιξη είναι καλή εποχή για εκδρομές.
    ⮡  This wood is good for the fireplace.
    Αυτά τα ξύλα είναι καλά για το τζάκι.
    ⮡  It arrived at a good time.
    Έφτασε σε καλή ώρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη suitable
  13. ωραία, για έκφραση επιδοκιμασίας, αποδοχής, ικανοποίησης κτλ.
    ⮡  Good! - Ωραία!
    ⮡  -“Let’s meet at eight?” -“Good! I’ll be there right at eight.”
    -«Να συναντηθούμε στις οκτώ;» -«Ωραία! Θα είμαι εκεί στις οκτώ ακριβώς.»
     συνώνυμα: nice
  14. (ανεπίσημο, μόνο πριν από το ουσιαστικό) καλέ
    ⮡  My good man/sir/friend!
    Καλέ μου άνθρωπε/κύριε/φίλε!
  15. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) πολύς, αρκετός, μεγάλος σε αριθμό, ποσό ή βαθμό
    ⮡  I have a good number of books on modern art.
    Έχω πολλά βιβλία για τη σύγχρονη τέχνη.
    ⮡  We drink a good deal of tea.
    Πίνουμε πολύ τσάι.
    ⮡  We have a good chance of winning.
    Έχουμε πολλές πιθανότητες να νικήσουμε.
    ⮡  There were a good number of people at the meeting.
    Υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι στη συγκέντρωση.
    ⮡  They have a good selection of sizes.
    Έχουν μεγάλη ποικιλία μεγεθών.
  16. ολόκληρος, ως επιτατικό σε ουσιαστικό για να τονίσουμε όχι λιγότερο από
    ⮡  I waited a good hour.
    Περίμενα μια ολόκληρη ώρα.
    ⮡  It’s a good three miles to the station.
    Είναι τρία ολόκληρα μίλια ως το σταθμό.
     συνώνυμα:  entire, full και whole
  17. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) πλήρης, που γίνεται σε υψηλό επίπεδο ή σε μεγάλο βαθμό
    ⮡  a good rest - πλήρης ανάπαυση
    ⮡  I had a good sleep./I slept well.
    Κοιμάμαι καλά.
    ⮡  We had a good laugh about his foolishness.
    Κάναμε πολλά γέλια (γελάσαμε πολύ) με τη χαζομάρα του.
  18. κρατώ, αντέχω, έχω αρκετή ενέργεια, υγεία, δύναμη κτλ. για να αντέχω για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή απόσταση
    ⮡  My car will be good for another five years.
    Το αυτοκίνητό μου θα κρατήσει πέντε χρόνια ακόμα.
    ⮡  Are you good for a five-mile walk?
    Αντέχεις να περπατήσουμε 5 μίλια;
  19. ισχύει, που είναι αποδεκτό για κάτι
    ⮡  The return ticket is good for a month.
    Το εισιτήριο επιστροφής ισχύει για ένα μήνα.
  20. καλός, που είναι κατάλληλο για ιδιαίτερες περιστάσεις
    ⮡  I laid out the good tablecloth.
    Έστρωσα το καλό τραπεζομάντιλο.
    ⮡  I wore my good coat/my good shoes.
    Φόρεσα το καλό μου το παλτό/τα καλά μου τα παπούτσια.
  21. (ανεπίσημο) φρέσκος, για τρόφιμα που βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση
    ⮡  The vegetables will stay good in the fridge.
    Τα λαχανικά θα διατηρηθούν φρέσκα στο ψυγείο.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός good
συγκριτικός better
υπερθετικός best

good (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
good goods

good (en)

  • (μόνο πληθυντικός) τα αγαθά, τα είδη, το εμπόρευμα
    ⮡  All goods are exchanged for money.
    Όλα τα αγαθά ανταλλάσσονται με χρήμα.
    ⮡  They taxed tobacco and luxury goods.
    Φορολόγησαν τον καπνό και τα είδη πολυτελείας.
    ⮡  The goods have not yet cleared customs.
    Το εμπόρευμα δεν έχει ακόμα εκτελωνιστεί.
     συνώνυμα: commodity