fright

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fright frights

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fright (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • ο φόβος, η λαχτάρα
    ⮡  He was seized up with fright.
    Τον έπιασε φόβος.
    ⮡  It gave me quite a fright when I saw him in front of me.
    Πήρα μεγάλη λαχτάρα όταν τον είδα μπροστά μου.
     συνώνυμα: scare
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 495, 941. ISBN 9780194325684. , λήμμα: λαχτάρα, φόβος