entassement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- entassement < entasser
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
entassement | entassements |
entassement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
entassement | entassements |
entassement (fr) αρσενικό