entassement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
entassement < entasser

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
entassement entassements

entassement (fr) αρσενικό