derive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας derive
γ΄ ενικό ενεστώτα derives
αόριστος derived
παθητική μετοχή derived
ενεργητική μετοχή deriving

derive (en)

  1. αντλώ, αποκομίζω
  2. συμπεραίνω, συμπεραίνω κάτι βάση άλλου, οδηγούμαι νοερά κάπου από κάποια αφετηρία (derive(d) conclusion)
  3. παράγομαι
    ⮡  Many English words are derived from Latin.
    Πολλές αγγλικές λέξεις παράγονται από τα Λατινικά.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]