crypte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
crypte < λατινική crypta

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
crypte cryptes

crypte (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη crypter