crypte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
crypte | cryptes |
crypte (fr) θηλυκό
- η κρύπτη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη crypter