chirp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chirp | chirps |
chirp (en)
- το τιτίβισμα, τσιριχτό και σύντομο κελάηδημα
- (νοτιοαφρικανικό) μιλώ αποδοκιμαστικά σε κάποιον (άμεσα/ευθέως/μπροστά του)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | chirp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chirps |
αόριστος | chirped |
παθητική μετοχή | chirped |
ενεργητική μετοχή | chirping |
chirp (en)
- (αμετάβατο) τιτιβίζω, κελαηδώ, για μικρά πουλιά και μερικά έντομα που παράγουν κοφτούς υψίσυχνους ήχους
- ⮡ Thousands of birds are chirping in the forest.
- Χιλιάδες πουλιά τιτιβίζουν στο δάσος.
- ⮡ The birds were chirping up in the trees.
- Τα πουλιά κελαηδούσαν πάνω στα δέντρα.
- ⮡ Thousands of birds are chirping in the forest.