bonification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bonification < bonifier
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bonification | bonifications |
bonification (fr) αρσενικό
- η βελτίωση ενός προϊόντος
- η δωρεά ενός παραπανίσιου ποσού