bonification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bonification < bonifier

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bonification bonifications

bonification (fr) αρσενικό

  1. η βελτίωση ενός προϊόντος
     αντώνυμα: détérioration
  2. η δωρεά ενός παραπανίσιου ποσού