obedient

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός obedient
συγκριτικός more obedient
υπερθετικός most obedient

Επίθετο

[επεξεργασία]

obedient (en)

  • υπάκουος
    ⮡  With time he became more obedient.
    Με τον καιρό έγινε πιο υπάκουος.