obedient
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | obedient |
συγκριτικός | more obedient |
υπερθετικός | most obedient |
Επίθετο
[επεξεργασία]obedient (en)
- υπάκουος
- ⮡ With time he became more obedient.
- Με τον καιρό έγινε πιο υπάκουος.
- ⮡ With time he became more obedient.