nerve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nerve (en)

  1. νεύρο
  2. στον πληθυντικό, τα νεύρα, ο εκνευρισμός
  3. κουράγιο
  4. αντοχή
  5. υπομονή
  6. θράσος