minimaliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
minimaliste | minimalistes |
minimaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
minimaliste | minimalistes |
minimaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό