mailing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mailing | mailings |
mailing (en)
- (μη μετρήσιμο) η ταχυδρόμηση, ταχυδρομικός
- ⮡ What is your mailing address?
- Ποια είναι η ταχυδρομική σας διεύθυνση;
- ⮡ What is your mailing address?
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]mailing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του mail