Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mail (en)
- (μη μετρήσιμο) το ταχυδρομείο, το σύστημα αποστολής και παράδοσης επιστολών, δεμάτων κ.λπ.
- ⮡ Drop it in the mail on your way.
- Ρίξτε το στο ταχυδρομείο στο δρόμο σου.
- ⮡ by air mail - με το αεροπορικό ταχυδρομείο
- ⮡ My letter is in the mail.
- Το γράμμα μου είναι στο ταχυδρομείο.
- ⮡ My godmother sent my gift by mail.
- Η νονά έστειλε το δώρο μου ταχυδρομικώς.
- ⮡ Drop it in the mail on your way.
- (μη μετρήσιμο) η αλληλογραφία, το ταχυδρομείο, οι επιστολές, τα δέματα κ.λπ. που αποστέλλονται και παραδίδονται
- ⮡ Where is my mail?
- Πού είναι η αλληλογραφία μου;
- ⮡ Do we have any mail today?
- Έχουμε αλληλογραφία σήμερα;
- ⮡ Has the mail come yet?
- Μήπως ήρθε το ταχυδρομείο;
- ⮡ today’s mail - το σημερινό ταχυδρομείο
- ⮡ Here is your mail.
- Να το ταχυδρομείο σου.
- ⮡ Where is my mail?
- εν συντομία το e-mail
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mails |
αόριστος | mailed |
παθητική μετοχή | mailed |
ενεργητική μετοχή | mailing |
mail (en)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- mail (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- mail (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 33, 870. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλληλογραφία, ταχυδρομείο