central

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
παραθετικά
θετικός central
συγκριτικός more central
υπερθετικός most central

Επίθετο

central (en)

  1. κεντρικός, που βρίσκεται στο κέντρο
    ⮡  Central Asia/America - Κεντρική Ασία/Αμερική
  2. κεντρικός, που μπορώ εύκολα να φτάσω από πολλές περιοχές
    ⮡  a central district - κεντρική συνοικία
    ⮡  a central road - κεντρικός δρόμος
  3. κεντρικός, το πιο σημαντικό
    ⮡  the central idea of the work - η κεντρική ιδέα του έργου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη important
  4. κεντρικός, που έχει εξουσία ή έλεγχο άλλων μερών
    ⮡  a central artery - κεντρική αρτηρία
    ⮡  the central office of the National Bank - το κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τραπέζης
    ⮡  the Central Committee - η Κεντρική Επιτροπή

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές



Προφορά

 

Ουσιαστικό

central (fr)

Δείτε επίσης