Example in Greek | Translation in English |
---|---|
Δεν υιοθετώ τη γάτα σου; | Didn't you want me to adopt your cat? |
Μου αρέσει να υιοθετώ και δε θέλω να σταματήσω. | I just, I like to adopt, and I don't wanna stop doing that. |
Δεν περπατάς απλά και υιοθετείς ένα παιδί. | You don't just walk in and adopt a child. |
Γιατί δεν τα υιοθετείς? | Why don't you adopt them? |
- Γιατι δεν υιοθετείς; | -Why don't you just consider adopting? |
Είναι αξιοθαύμαστο να υιοθετείς ένα παιδί με ειδικές ανάγκες. | I think it's really admirable to adopt a needy child. |
Αλλά έμαθα πως εσύ υιοθετείς μία πιο εκλεπτυσμένη μέθοδο. | But I understand that you adopt a more sophisticated method, Mr. Pierrepoint. |
Καταστέλλουμε τις πιο βαθιές επιθυμίες μας... και υιοθετούμε μια περισσότερο κοινωνικά αποδεκτή εικόνα. | We suppress the id, our darkest desires... and adopt a more socially acceptable image. |
Μπορεί να το πήραν κυριολεκτικά όταν είπαμε ότι υιοθετούμε ένα παιδί. | Maybe they took it literally when we said we'd adopt a kid. |
Και τον υιοθετούμε, από την Κίνα. | And we are adopting him from China. |
Δεν υιοθετούμε μολυσμένα αδέσποτα. | We'd not adopt polluted strays. |
Μπορούμε να υιοθετούμε όποιους παράξενους κανόνες θέλουμε. | We can adopt whatever funny rules we want. |
Μπορώ να πηγαίνω παιδιά σε σπίτια, σε πραγματικά σπίτια να κινώ το ενδιαφέρον σε ανθρώπους να υιοθετούν μωρά που ίσως ποτέ δεν το είχαν ακούσει. | I'm able to get children into homes, real homes to interest people in adopting babies who might never have thought of it. |
Ποτέ δεν υιοθετούν με γυαλιά. | They never adopt them with glasses. |
Κε και κα Μικρούλη, προσπαθούμε να αποθαρρύνουμε τα ζευγάρια να υιοθετούν παιδιά διαφορετικά από το δικό τους είδος. | Mr. and Mrs. little, we try to discourage couples from adopting children outside their own species. |
Τους έδειχνα τα καινούρια νούμερα για όλο και περισσότερους ανθρώπους να υιοθετούν τα Linux και να συνδέονται, νέους χρήστες. Και τους έδειχνα τις λίστες των νέων πελατών | I would show them the new numbers showing more and more people adopting Linux and new people porting, new users and I'd show them our customer list |
Γελοιοποιεί τους Ιάπωνες που υιοθετούν τις Δυτικές αξίες... όπως αυτός ο άντρας που παίζει μαντολίνο και καπνίζει πίπα. | In it, Japanese who adopt western values, like this pipe smoking mandolin player, are ridiculed. |
Ορκίζομαι ότι θα υιοθετήσω την εμφάνισή σου εις μνήμη της ζωής σου. | Oh! Oh, I swear... I will adopt your look in tribute to your life. |
Ο Φρέντι θα υιοθετήσει τον Όσκαρ. | Freddy will adopt Oscar. |
Όλοι θα υιοθετήσουν ένα μαχητικό πνεύμα εξαιρετικής αυτοθυσίας. | Every man will adopt a fighting spirit of extreme sacrifice. |
Θα μπορούσε να πάρει χρόνια, αλλά ίσως κάποια μέρα μια ευθεία οικογένεια θα υιοθετήσουν. | It might take years, but maybe someday a straight family will adopt you. |
Τρεις νεαροί κύριοι που υιοθέτησα τυχαία. | Three young gentlemen of fortune that I've adopted. |
Γι' αυτό τον υιοθέτησα. | That is why I adopted him. |
Έχω τα χαρτιά μου. Γι' αυτό κι εγώ υιοθέτησα όλα τα παιδιά μου. | That is why I have adopted all my children. |
Σε υιοθέτησα! | - By adoption. |
Απλά εμοίαζαν με τους πραδοσίακους εκείνους τύπους που κάθε παιδί θα έπρεπε να έχει και και έτσι απλά τους υιοθέτησα. | They just looked like the kind of folks a guy should have and I just sort of adopted them. |
Τα πάντα έγιναν αστραπιαία από τη στιγμή που με υιοθέτησες... και οι γονείς του Λάνινγκ μας επέτρεψαν να παντρευτούμε. | It's been so hectic since you adopted me and Lanning's parents decided we might get married. |
Την υιοθέτησες. | You adopted her. |
Από ποτέ με υιοθέτησες; | When did you adopt me? |
Όταν με υιοθέτησες, με ανάθρεψες σαν να`μουν δικό σου παιδί, μου`δωσες όλα όσα κάποιος θα μπορούσε να ζητήσει στη ζωή του. | When you adopted me, raising me as if I were your own child, you gave me all that a man could desire in life. |
Γιατί δεν τον υιοθέτησες αντί να τον αφήσεις να τριγυρνά πυροβολώντας αστυνομικούς; | Why didn't you adopt him instead of letting him run around shooting policemen? |
Μπόρεσα να βρω την Χαν Να, που την υιοθέτησε ένα ζευγάρι από την Αγγλία. | I was able to find Han Na, who was adopted by her parents in England. |
Ή καλύτερα να πω, η Σαχάρα με υιοθέτησε. | Or perhaps I should say the Sahara has adopted me. |
Ήταν το μωρό που υιοθέτησε; | Was it the baby he adopted? |
Τον υιοθέτησε μια φτωχή οικογένεια. | A poor family adopted him. |
Νομίζω πως η Μέρι υιοθέτησε το μωρό της Καρμέλ... της πρόσφερε ένα σπίτι με τον όρο η Καρμέλ να μην ξαναγυρνούσε. | - I think Mary adopted Carmel's child... gave her a home on the condition that Carmel never came back. |
Την υιοθετήσαμε. | Well, we've adopted her. |
Τον υιοθετήσαμε. | We adopted him. |
Όχι, μπαμπά, υιοθετήσαμε. | No, Dad, we adopted. |
- Τελικά, σε υιοθετήσαμε. | - Eventually we adopted you. |
Το τελευταίο το υιοθετήσαμε | We adopted the last one. |
Language | Verb(s) | Language | Verb(s) |
---|---|---|---|
Catalan | adoptar | Dutch | aannemen,adopteren |
English | adopt | Esperanto | adopti |
Estonian | adopteerima, lapsendama | Finnish | adoptoida, omaksua |
French | adopter | German | adoptieren |
Hungarian | adoptál | Indonesian | mengadopsi |
Italian | adottare | Lithuanian | įdukrinti, įsūnyti, įvaikinti |
Macedonian | посвои, посвојува, присвои, усвои | Norwegian | adoptere, vedta |
Polish | adoptować, uchwalić, usynawiać, zaadoptować | Portuguese | adotar, filiar, perfilhar |
Romanian | adopta, înfia | Russian | заимствовать, перенимать, перенять, позаимствовать, удочерить, удочерять, усыновить, усыновлять |
Spanish | adoptar, arrogar, prohijar | Swedish | adoptera |
Thai | ตั้งแง่ | Turkish | benimsemek, benimseyebilmek, evlât edinmek |